βάττ'

βάττ'
βάττε , βάττος
stammerer
masc voc sg
βάσσαι , βάζω
speak
aor imperat mid 2nd sg
βάσσαι , βάζω
speak
aor inf act
βάσσα , βάζω
speak
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
βάσσε , βάζω
speak
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα
fem dat sg (doric aeolic)
βά̱σσᾱͅ , βῆσσα
wooded combe
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαττ — το βλ. βατ …   Dictionary of Greek

  • Βάττ' — Βάττε , Βάττος stammerer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”